- ψιλῆται
- ψῑλ-ῆται, οἱ,A = οἱ ψιλοί, the light troops, Eust.1222.53; also [full] ψιλής, ῆτος, ὁ, A.Fr.451.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψιλῆται — the light troops masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλήτης — και ψιλίτης, ου, ὁ, Μ στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος («τοὺς γυμνῆτας ὠνόμασαν οἷς ὁμόστιχοι καὶ οἱ κοινῶς μὲν ψιλοί, κοινότερον δὲ ψιλῆται», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψιλής*, ῆος, με κατάλ. της*, ενώ ο τ. ψιλῖται κατά το ὁπλίται] … Dictionary of Greek